- σφυγμώδης
- -ες / σφυγμώδης, -ῶδες, ΝΑ [σφυγμός]νεοελλ.1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο»βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα τού γλυκού νερού και σε κατώτερα μετάζωα, όπως είναι οι σπόγγοι και τα υδρόζωα, και το οποίο συγκεντρώνει την περίσσεια νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά τό αδειάζει στο περιβάλλον, αλλ. συσταλτό κενοτόπιοαρχ.όμοιος με σφυγμό, παλμώδης.επίρρ...σφυγμωδῶς Αόπως ο σφυγμός, με παλμικές κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.