σφυγμώδης

σφυγμώδης
-ες / σφυγμώδης, -ῶδες, ΝΑ [σφυγμός]
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς
2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο»
βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα τού γλυκού νερού και σε κατώτερα μετάζωα, όπως είναι οι σπόγγοι και τα υδρόζωα, και το οποίο συγκεντρώνει την περίσσεια νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά τό αδειάζει στο περιβάλλον, αλλ. συσταλτό κενοτόπιο
αρχ.
όμοιος με σφυγμό, παλμώδης.
επίρρ...
σφυγμωδῶς Α
όπως ο σφυγμός, με παλμικές κινήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφυγμώδης — like the pulse masc/fem acc pl (attic epic doric) σφυγμώδης like the pulse masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σφυγμώδης like the pulse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμώδη — σφυγμώδης like the pulse neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σφυγμώδης like the pulse masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σφυγμώδης like the pulse masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμῶδες — σφυγμώδης like the pulse masc/fem voc sg σφυγμώδης like the pulse neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμώδεις — σφυγμώδης like the pulse masc/fem acc pl σφυγμώδης like the pulse masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμωδῶς — σφυγμώδης like the pulse adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμώδους — σφυγμώδης like the pulse masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμοειδής — ές, Μ σφυγμώδης. επίρρ... σφυγμοειδῶς Μ σαν την παλμική κίνηση τού σφυγμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμωδώς — Α επίρρ. βλ. σφυγμώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”